αμπάς

αμπάς
ο
(λ. τουρκ.), χοντρό μάλλινο ύφασμα και ρούχο από τέτοιο ύφασμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμπάς — I Όνομα δύο αντιβασιλέων (χεδίβηδων) της Αιγύπτου. 1. Α. Α’ (1813 – 1854).Αντιβασιλιάς της Αιγύπτου (1848 54). Εγγονός του Μωχάμετ Άλη, το 1830 έλαβε μέρος στους πολέμους του παππού του στη Συρία. Μετά τον θάνατο του θείου του Ιμπραήμ πασά (1848) …   Dictionary of Greek

  • Αμπούλ Αμπάς, Αμπντ Αλλάχ — (; 754). Πρώτος χαλίφης (750 54) της δυναστείας των Αββασιδών, που διαδέχτηκε τους Ομεϊάδες. Ήταν απόγονος του Αλ Αμπάλ, θείου του Μωάμεθ, από τον οποίο πήρε το όνομά της η δυναστεία των Αββασιδών. Ο Α.Α. υποστήριξε την εξέγερση ενάντια στους… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Σαφαβίδες — Μουσουλμανική σχιιτική δυναστεία που βασίλευσε στην Περσία για δυόμισι περίπου αιώνες, μεταξύ 15ου και 18ου αι. Ιδρυτής της υπήρξε ο Ισμαήλ (1487 1524), απόγονος του Σάφι αντ Ντιν (απ’ όπου και το όνομα της δυναστείας), ο οποίος το 1502 επανένωσε …   Dictionary of Greek

  • Αβασίδες — Δυναστεία χαλίφηδων, η οποία διαδέχτηκε το 747 τη δυναστεία των Ομεϊαδών. Ιδρυτής της υπήρξε ο Αμπούλ Αμπάς, ο επιλεγόμενος αλ Σαφάχ(αιμοδιψής). Ενώ οι Α. εδραίωναν την εξουσία τους, ο τελευταίος από τους Ομεϊάδες, αφού γλίτωσε από τη σφαγή που… …   Dictionary of Greek

  • Ισπαχάν ή Εσφαχάν — (Esfahan). Πόλη (1.378.600 κάτ. το 2003) του κεντρικού Ιράν, πρωτεύουσα του ομώνυμου οστάν (διοικητικής περιφέρειας, 107.027 τ. χλμ., 4.316.767 κάτ.). Το Ι. είναι χτισμένο στα βόρεια κράσπεδα της οροσειράς του Ζάγρου, στη βόρεια όχθη του ποταμού… …   Dictionary of Greek

  • Κλοτ μπέης, Αντουάν — (Antoine Clot bey, 1793 – Μασσαλία 1868). Γάλλος γιατρός. Μολονότι ήταν πάμφτωχος, κατόρθωσε να σπουδάσει ιατρική στο πανεπιστήμιο του Μονπελιέ, από το οποίο αποφοίτησε το 1820. Το 1825, προσκλήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του, ως αρχίατρος… …   Dictionary of Greek

  • αμπαδίτικος — η, ο ο καμωμένος από αμπά, χοντρό μάλλινο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπάς* + παραγωγ. κατάλ. ίτικος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”